- φρεάτιο
- το / φρεάτιον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρήτιον Α [φρέαρ, -ατος]υποκορ. μικρό πηγάδι, πηγαδάκινεοελλ.1. τεχνητή κάθετη δίοδος, όμοια με φρέαρ, που οδηγεί σε υπονόμους ή σε δίκτυο ύδρευσης ή υπόγειων ηλεκτρικών καλωδιώσεων, κν. φοντανέλα2. ναυτ. α) χώρισμα στο κύτος πλοίου, όπου στοιβάζονται οι αλυσίδες τής άγκυραςβ) κατακόρυφο περίφραγμα πολεμικού πλοίου, μέσα στο οποίο κινούνται οι ανελκυστήρες αναχορηγίας πυρομαχικών από την πυριτιδαποθήκη3. ιατρ. μικρή οπή που ανοίγεται τεχνητά στο ανθρώπινο σώμα για την αποχέτευση τού πύου, αλλ. βοθρίομσν.-αρχ.περιστόμιο φρέατος, φρόχειλοαρχ.(κατά το λεξ. Σούδα) «βαθύ ὄρυγμα».
Dictionary of Greek. 2013.